Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζυγοφόρος
ζυγόω
ζύγρα
ζυγωθρίζω
ζύγωμα
ζύγωσις
ζυγωτός
ζυθοπώλης
ζῦθος
ζύμη
ζυμήεις
ζυμίζω
ζυμίτης
ζυμουργός
ζυμόω
ζυμώδης
ζύμωμα
ζύμωσις
ζυμωτικός
ζυμωτός
ζυτᾶς
View word page
ζυμήεις
leavened

ShortDef

leavened

Debugging

Headword:
ζυμήεις
Headword (normalized):
ζυμήεις
Headword (normalized/stripped):
ζυμηεις
IDX:
39252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39253
Key:

Data

{'content': 'leavened'}