Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζυγοτράχηλον
ζυγοτρυτάνη
ζυγουλκός
ζυγοφορέω
ζυγοφόρος
ζυγόω
ζύγρα
ζυγωθρίζω
ζύγωμα
ζύγωσις
ζυγωτός
ζυθοπώλης
ζῦθος
ζύμη
ζυμήεις
ζυμίζω
ζυμίτης
ζυμουργός
ζυμόω
ζυμώδης
ζύμωμα
View word page
ζυγωτός
yoked

ShortDef

yoked

Debugging

Headword:
ζυγωτός
Headword (normalized):
ζυγωτός
Headword (normalized/stripped):
ζυγωτος
IDX:
39248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39249
Key:

Data

{'content': 'yoked'}