Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζυγοστάτημα
ζυγοστάτης
ζυγόταυρον
ζυγοτράχηλον
ζυγοτρυτάνη
ζυγουλκός
ζυγοφορέω
ζυγοφόρος
ζυγόω
ζύγρα
ζυγωθρίζω
ζύγωμα
ζύγωσις
ζυγωτός
ζυθοπώλης
ζῦθος
ζύμη
ζυμήεις
ζυμίζω
ζυμίτης
ζυμουργός
View word page
ζυγωθρίζω
to weigh, examine

ShortDef

to weigh, examine

Debugging

Headword:
ζυγωθρίζω
Headword (normalized):
ζυγωθρίζω
Headword (normalized/stripped):
ζυγωθριζω
IDX:
39245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39246
Key:

Data

{'content': 'to weigh, examine'}