Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζυγοστάσιον
ζυγοστατέω
ζυγοστάτημα
ζυγοστάτης
ζυγόταυρον
ζυγοτράχηλον
ζυγοτρυτάνη
ζυγουλκός
ζυγοφορέω
ζυγοφόρος
ζυγόω
ζύγρα
ζυγωθρίζω
ζύγωμα
ζύγωσις
ζυγωτός
ζυθοπώλης
ζῦθος
ζύμη
ζυμήεις
ζυμίζω
View word page
ζυγόω
to yoke together

ShortDef

to yoke together

Debugging

Headword:
ζυγόω
Headword (normalized):
ζυγόω
Headword (normalized/stripped):
ζυγοω
IDX:
39243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39244
Key:

Data

{'content': 'to yoke together'}