Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ζυγομαχέω
ζυγομαχία
ζυγόν
ζυγοποιέω
ζυγοποιός
ζυγόσταθμος
ζυγοστασία
ζυγοστάσιον
ζυγοστατέω
ζυγοστάτημα
ζυγοστάτης
ζυγόταυρον
ζυγοτράχηλον
ζυγοτρυτάνη
ζυγουλκός
ζυγοφορέω
ζυγοφόρος
ζυγόω
ζύγρα
ζυγωθρίζω
ζύγωμα
View word page
ζυγοστάτης
a public officer, who looked to the weights
ShortDef
a public officer, who looked to the weights
Debugging
Headword:
ζυγοστάτης
Headword (normalized):
ζυγοστάτης
Headword (normalized/stripped):
ζυγοστατης
IDX:
39236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39237
Key:
Data
{'content': 'a public officer, who looked to the weights'}