Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ζίζυφον
ζίλαι
Ζόαρα
ζοφερός
ζοφοδορπίδας
ζοφοείδελος
ζοφοειδής
ζόφος
ζοφόω
ζοφώδης
ζόφωσις
ζυγάδην
ζυγάδιον
ζύγαινα
ζυγάρχης
ζυγαρχία
ζύγαστρον
ζυγέω
ζυγή
ζυγηδόν
ζυγηφόρος
View word page
ζόφωσις
a darkening
ShortDef
a darkening
Debugging
Headword:
ζόφωσις
Headword (normalized):
ζόφωσις
Headword (normalized/stripped):
ζοφωσις
IDX:
39203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39204
Key:
Data
{'content': 'a darkening'}