Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζιγνίς
ζιζουλά
ζίζυφον
ζίλαι
Ζόαρα
ζοφερός
ζοφοδορπίδας
ζοφοείδελος
ζοφοειδής
ζόφος
ζοφόω
ζοφώδης
ζόφωσις
ζυγάδην
ζυγάδιον
ζύγαινα
ζυγάρχης
ζυγαρχία
ζύγαστρον
ζυγέω
ζυγή
View word page
ζοφόω
to darken

ShortDef

to darken

Debugging

Headword:
ζοφόω
Headword (normalized):
ζοφόω
Headword (normalized/stripped):
ζοφοω
IDX:
39201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39202
Key:

Data

{'content': 'to darken'}