Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγελικός
ἀγέλοιος
ἀγέμιστος
ἁγεμονεύω
ἁγεμών
ἀγενεαλόγητος
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγενησία
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγεννησία
ἀγέννητος
ἀγεννίζω
ἁγέομαι
ἀγέραστος
ἀγερμός
ἀγερσικύβηλις
ἄγερσις
View word page
ἀγένητος
unborn, uncreated, unoriginated

ShortDef

unborn, uncreated, unoriginated

Debugging

Headword:
ἀγένητος
Headword (normalized):
ἀγένητος
Headword (normalized/stripped):
αγενητος
IDX:
391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-392
Key:

Data

{'content': 'unborn, uncreated, unoriginated'}