Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζηλωτός
ζημία
ζημιάζω
ζημιοπρακτέω
ζημιόψυχος
ζημιόω
ζημιώδης
ζημίωμα
ζημίωσις
ζημιωτής
ζημιωτικός
Ζήν
Ζηνοδότειος
Ζηνοδοτήρ
Ζηνοποσειδῶν
ζῆνος
Ζηνόφρων
Ζήνων
Ζηνώνειος
ζῆσις
ζῆτα
View word page
ζημιωτικός
likely to suffer loss

ShortDef

likely to suffer loss

Debugging

Headword:
ζημιωτικός
Headword (normalized):
ζημιωτικός
Headword (normalized/stripped):
ζημιωτικος
IDX:
39164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39165
Key:

Data

{'content': 'likely to suffer loss'}