Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζηλωτικός
ζηλωτός
ζημία
ζημιάζω
ζημιοπρακτέω
ζημιόψυχος
ζημιόω
ζημιώδης
ζημίωμα
ζημίωσις
ζημιωτής
ζημιωτικός
Ζήν
Ζηνοδότειος
Ζηνοδοτήρ
Ζηνοποσειδῶν
ζῆνος
Ζηνόφρων
Ζήνων
Ζηνώνειος
ζῆσις
View word page
ζημιωτής
one who punishes

ShortDef

one who punishes

Debugging

Headword:
ζημιωτής
Headword (normalized):
ζημιωτής
Headword (normalized/stripped):
ζημιωτης
IDX:
39163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39164
Key:

Data

{'content': 'one who punishes'}