Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζήλωσις
ζηλωτέος
ζηλωτής
ζηλωτικός
ζηλωτός
ζημία
ζημιάζω
ζημιοπρακτέω
ζημιόψυχος
ζημιόω
ζημιώδης
ζημίωμα
ζημίωσις
ζημιωτής
ζημιωτικός
Ζήν
Ζηνοδότειος
Ζηνοδοτήρ
Ζηνοποσειδῶν
ζῆνος
Ζηνόφρων
View word page
ζημιώδης
causing loss, ruinous

ShortDef

causing loss, ruinous

Debugging

Headword:
ζημιώδης
Headword (normalized):
ζημιώδης
Headword (normalized/stripped):
ζημιωδης
IDX:
39160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39161
Key:

Data

{'content': 'causing loss, ruinous'}