Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζήλωμα
ζήλωσις
ζηλωτέος
ζηλωτής
ζηλωτικός
ζηλωτός
ζημία
ζημιάζω
ζημιοπρακτέω
ζημιόψυχος
ζημιόω
ζημιώδης
ζημίωμα
ζημίωσις
ζημιωτής
ζημιωτικός
Ζήν
Ζηνοδότειος
Ζηνοδοτήρ
Ζηνοποσειδῶν
ζῆνος
View word page
ζημιόω
cause a loss, penalize; fine; punish

ShortDef

cause a loss, penalize; fine; punish

Debugging

Headword:
ζημιόω
Headword (normalized):
ζημιόω
Headword (normalized/stripped):
ζημιοω
IDX:
39159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39160
Key:

Data

{'content': 'cause a loss, penalize; fine; punish'}