Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄλλην
ἄλλην2
ἀλλήναλλος
ἄλλιξ
ἄλλιστος
ἀλλιτάνευτος
ἄλλιτος
ἀλλογενής
ἀλλογλωσσία
ἀλλόγλωσσος
ἀλλογνοέω
ἀλλογνώμων
ἀλλογνώς
ἀλλόγνωτος
ἀλλοδαπός
ἀλλοδημία
ἀλλόδημος
ἀλλοδοξέω
ἀλλοδοξία
ἀλλόδοξος
ἀλλοεθνής
View word page
ἀλλογνοέω
to take one for another, not know

ShortDef

to take one for another, not know

Debugging

Headword:
ἀλλογνοέω
Headword (normalized):
ἀλλογνοέω
Headword (normalized/stripped):
αλλογνοεω
IDX:
3914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3915
Key:

Data

{'content': 'to take one for another, not know'}