Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ζεῦγμα
ζευγματικόν
ζεύγνυμι
ζευγοποιία
ζεῦγος
ζευγοτροφέω
ζευγοτρόφος
ζευγοφορέομαι
ζευγῶχος
ζευκτήρ
ζευκτήριος
ζευκτής
ζευκτός
ζευξίγαμος
Ζευξίδαμος
ζευξίλεως
ζεύξιππος
ζεῦξις
Ζεῦξις
Ζευξώ
Ζεύς
View word page
ζευκτήριος
fit for joining
ShortDef
fit for joining
Debugging
Headword:
ζευκτήριος
Headword (normalized):
ζευκτήριος
Headword (normalized/stripped):
ζευκτηριος
IDX:
39118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39119
Key:
Data
{'content': 'fit for joining'}