Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζεύγλη
ζεῦγμα
ζευγματικόν
ζεύγνυμι
ζευγοποιία
ζεῦγος
ζευγοτροφέω
ζευγοτρόφος
ζευγοφορέομαι
ζευγῶχος
ζευκτήρ
ζευκτήριος
ζευκτής
ζευκτός
ζευξίγαμος
Ζευξίδαμος
ζευξίλεως
ζεύξιππος
ζεῦξις
Ζεῦξις
Ζευξώ
View word page
ζευκτήρ
one who yokes

ShortDef

one who yokes

Debugging

Headword:
ζευκτήρ
Headword (normalized):
ζευκτήρ
Headword (normalized/stripped):
ζευκτηρ
IDX:
39117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39118
Key:

Data

{'content': 'one who yokes'}