Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζεύγλα
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζευγματικόν
ζεύγνυμι
ζευγοποιία
ζεῦγος
ζευγοτροφέω
ζευγοτρόφος
ζευγοφορέομαι
ζευγῶχος
ζευκτήρ
ζευκτήριος
ζευκτής
ζευκτός
ζευξίγαμος
Ζευξίδαμος
ζευξίλεως
ζεύξιππος
ζεῦξις
Ζεῦξις
View word page
ζευγῶχος
owner of a ζεῦγος

ShortDef

owner of a ζεῦγος

Debugging

Headword:
ζευγῶχος
Headword (normalized):
ζευγῶχος
Headword (normalized/stripped):
ζευγωχος
IDX:
39116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39117
Key:

Data

{'content': 'owner of a ζεῦγος'}