Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ζευγίτης
ζεύγλα
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζευγματικόν
ζεύγνυμι
ζευγοποιία
ζεῦγος
ζευγοτροφέω
ζευγοτρόφος
ζευγοφορέομαι
ζευγῶχος
ζευκτήρ
ζευκτήριος
ζευκτής
ζευκτός
ζευξίγαμος
Ζευξίδαμος
ζευξίλεως
ζεύξιππος
ζεῦξις
View word page
ζευγοφορέομαι
to be drawn by a yoke of oxen
ShortDef
to be drawn by a yoke of oxen
Debugging
Headword:
ζευγοφορέομαι
Headword (normalized):
ζευγοφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
ζευγοφορεομαι
IDX:
39115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39116
Key:
Data
{'content': 'to be drawn by a yoke of oxen'}