Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζευγίζω
ζευγίς
ζευγίσιον
ζευγίτης
ζεύγλα
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζευγματικόν
ζεύγνυμι
ζευγοποιία
ζεῦγος
ζευγοτροφέω
ζευγοτρόφος
ζευγοφορέομαι
ζευγῶχος
ζευκτήρ
ζευκτήριος
ζευκτής
ζευκτός
ζευξίγαμος
Ζευξίδαμος
View word page
ζεῦγος
a yoke of beasts, a pair of mules, oxen

ShortDef

a yoke of beasts, a pair of mules, oxen

Debugging

Headword:
ζεῦγος
Headword (normalized):
ζεῦγος
Headword (normalized/stripped):
ζευγος
IDX:
39112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39113
Key:

Data

{'content': 'a yoke of beasts, a pair of mules, oxen'}