Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζευγηλάτης
ζευγίζω
ζευγίς
ζευγίσιον
ζευγίτης
ζεύγλα
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζευγματικόν
ζεύγνυμι
ζευγοποιία
ζεῦγος
ζευγοτροφέω
ζευγοτρόφος
ζευγοφορέομαι
ζευγῶχος
ζευκτήρ
ζευκτήριος
ζευκτής
ζευκτός
ζευξίγαμος
View word page
ζευγοποιία
the making of mouthpieces for double auloi

ShortDef

the making of mouthpieces for double auloi

Debugging

Headword:
ζευγοποιία
Headword (normalized):
ζευγοποιία
Headword (normalized/stripped):
ζευγοποιια
IDX:
39111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39112
Key:

Data

{'content': 'the making of mouthpieces for double auloi'}