Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγίζω
ζευγίς
ζευγίσιον
ζευγίτης
ζεύγλα
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζευγματικόν
ζεύγνυμι
ζευγοποιία
ζεῦγος
ζευγοτροφέω
ζευγοτρόφος
ζευγοφορέομαι
ζευγῶχος
ζευκτήρ
ζευκτήριος
ζευκτής
ζευκτός
View word page
ζεύγνυμι
to yoke, put to

ShortDef

to yoke, put to

Debugging

Headword:
ζεύγνυμι
Headword (normalized):
ζεύγνυμι
Headword (normalized/stripped):
ζευγνυμι
IDX:
39110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39111
Key:

Data

{'content': 'to yoke, put to'}