Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζευγηλασία
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγίζω
ζευγίς
ζευγίσιον
ζευγίτης
ζεύγλα
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζευγματικόν
ζεύγνυμι
ζευγοποιία
ζεῦγος
ζευγοτροφέω
ζευγοτρόφος
ζευγοφορέομαι
ζευγῶχος
ζευκτήρ
ζευκτήριος
ζευκτής
View word page
ζευγματικόν
lock-toll

ShortDef

lock-toll

Debugging

Headword:
ζευγματικόν
Headword (normalized):
ζευγματικόν
Headword (normalized/stripped):
ζευγματικον
IDX:
39109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39110
Key:

Data

{'content': 'lock-toll'}