Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ζευγάριον
ζευγηλασία
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγίζω
ζευγίς
ζευγίσιον
ζευγίτης
ζεύγλα
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζευγματικόν
ζεύγνυμι
ζευγοποιία
ζεῦγος
ζευγοτροφέω
ζευγοτρόφος
ζευγοφορέομαι
ζευγῶχος
ζευκτήρ
ζευκτήριος
View word page
ζεῦγμα
that which is used for joining, a band, bond
ShortDef
that which is used for joining, a band, bond
Debugging
Headword:
ζεῦγμα
Headword (normalized):
ζεῦγμα
Headword (normalized/stripped):
ζευγμα
IDX:
39108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39109
Key:
Data
{'content': 'that which is used for joining, a band, bond'}