Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ζεστολουσία
ζεστός
ζεστότης
ζευγάριον
ζευγηλασία
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγίζω
ζευγίς
ζευγίσιον
ζευγίτης
ζεύγλα
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζευγματικόν
ζεύγνυμι
ζευγοποιία
ζεῦγος
ζευγοτροφέω
ζευγοτρόφος
ζευγοφορέομαι
View word page
ζευγίτης
yoked in pairs
ShortDef
yoked in pairs
Debugging
Headword:
ζευγίτης
Headword (normalized):
ζευγίτης
Headword (normalized/stripped):
ζευγιτης
IDX:
39105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39106
Key:
Data
{'content': 'yoked in pairs'}