Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζεσελαιοπαγής
ζέσις
ζεστάκρατα
ζεστολουσία
ζεστός
ζεστότης
ζευγάριον
ζευγηλασία
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγίζω
ζευγίς
ζευγίσιον
ζευγίτης
ζεύγλα
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζευγματικόν
ζεύγνυμι
ζευγοποιία
ζεῦγος
View word page
ζευγίζω
yoke in pairs, unite

ShortDef

yoke in pairs, unite

Debugging

Headword:
ζευγίζω
Headword (normalized):
ζευγίζω
Headword (normalized/stripped):
ζευγιζω
IDX:
39102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39103
Key:

Data

{'content': 'yoke in pairs, unite'}