Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζεοποίιον
ζεόπυρον
ζεσελαιοπαγής
ζέσις
ζεστάκρατα
ζεστολουσία
ζεστός
ζεστότης
ζευγάριον
ζευγηλασία
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγίζω
ζευγίς
ζευγίσιον
ζευγίτης
ζεύγλα
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζευγματικόν
ζεύγνυμι
View word page
ζευγηλατέω
to drive a yoke of oxen

ShortDef

to drive a yoke of oxen

Debugging

Headword:
ζευγηλατέω
Headword (normalized):
ζευγηλατέω
Headword (normalized/stripped):
ζευγηλατεω
IDX:
39100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39101
Key:

Data

{'content': 'to drive a yoke of oxen'}