Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ζέμα
ζεοποίιον
ζεόπυρον
ζεσελαιοπαγής
ζέσις
ζεστάκρατα
ζεστολουσία
ζεστός
ζεστότης
ζευγάριον
ζευγηλασία
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγίζω
ζευγίς
ζευγίσιον
ζευγίτης
ζεύγλα
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζευγματικόν
View word page
ζευγηλασία
the driving a yoke of oxen
ShortDef
the driving a yoke of oxen
Debugging
Headword:
ζευγηλασία
Headword (normalized):
ζευγηλασία
Headword (normalized/stripped):
ζευγηλασια
IDX:
39099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39100
Key:
Data
{'content': 'the driving a yoke of oxen'}