Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγελίζει
ἀγελικός
ἀγέλοιος
ἀγέμιστος
ἁγεμονεύω
ἁγεμών
ἀγενεαλόγητος
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγενησία
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγεννησία
ἀγέννητος
ἀγεννίζω
ἁγέομαι
ἀγέραστος
ἀγερμός
ἀγερσικύβηλις
View word page
ἀγενησία
uncreatedness

ShortDef

uncreatedness

Debugging

Headword:
ἀγενησία
Headword (normalized):
ἀγενησία
Headword (normalized/stripped):
αγενησια
IDX:
390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-391
Key:

Data

{'content': 'uncreatedness'}