Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζεκαμναία
Ζέλεια
Ζελείτης
ζέμα
ζεοποίιον
ζεόπυρον
ζεσελαιοπαγής
ζέσις
ζεστάκρατα
ζεστολουσία
ζεστός
ζεστότης
ζευγάριον
ζευγηλασία
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγίζω
ζευγίς
ζευγίσιον
ζευγίτης
ζεύγλα
View word page
ζεστός
seethed, boiled

ShortDef

seethed, boiled

Debugging

Headword:
ζεστός
Headword (normalized):
ζεστός
Headword (normalized/stripped):
ζεστος
IDX:
39096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39097
Key:

Data

{'content': 'seethed, boiled'}