Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζείδωρος
ζειρά
ζειρατείς
ζειροφόρος
ζεκαμναία
Ζέλεια
Ζελείτης
ζέμα
ζεοποίιον
ζεόπυρον
ζεσελαιοπαγής
ζέσις
ζεστάκρατα
ζεστολουσία
ζεστός
ζεστότης
ζευγάριον
ζευγηλασία
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγίζω
View word page
ζεσελαιοπαγής
cooked in boiling oil

ShortDef

cooked in boiling oil

Debugging

Headword:
ζεσελαιοπαγής
Headword (normalized):
ζεσελαιοπαγής
Headword (normalized/stripped):
ζεσελαιοπαγης
IDX:
39092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39093
Key:

Data

{'content': 'cooked in boiling oil'}