Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζειά
ζειαί
ζείδωρος
ζειρά
ζειρατείς
ζειροφόρος
ζεκαμναία
Ζέλεια
Ζελείτης
ζέμα
ζεοποίιον
ζεόπυρον
ζεσελαιοπαγής
ζέσις
ζεστάκρατα
ζεστολουσία
ζεστός
ζεστότης
ζευγάριον
ζευγηλασία
ζευγηλατέω
View word page
ζεοποίιον
mill for grinding

ShortDef

mill for grinding

Debugging

Headword:
ζεοποίιον
Headword (normalized):
ζεοποίιον
Headword (normalized/stripped):
ζεοποιιον
IDX:
39090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39091
Key:

Data

{'content': 'mill for grinding'}