Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ζάψ
ζάω
ζε
ζέα
ζεγέριες
ζειά
ζειαί
ζείδωρος
ζειρά
ζειρατείς
ζειροφόρος
ζεκαμναία
Ζέλεια
Ζελείτης
ζέμα
ζεοποίιον
ζεόπυρον
ζεσελαιοπαγής
ζέσις
ζεστάκρατα
ζεστολουσία
View word page
ζειροφόρος
wearing a ζειρά
ShortDef
wearing a ζειρά
Debugging
Headword:
ζειροφόρος
Headword (normalized):
ζειροφόρος
Headword (normalized/stripped):
ζειροφορος
IDX:
39085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39086
Key:
Data
{'content': 'wearing a ζειρά'}