Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ζάχρυσος
ζάψ
ζάω
ζε
ζέα
ζεγέριες
ζειά
ζειαί
ζείδωρος
ζειρά
ζειρατείς
ζειροφόρος
ζεκαμναία
Ζέλεια
Ζελείτης
ζέμα
ζεοποίιον
ζεόπυρον
ζεσελαιοπαγής
ζέσις
ζεστάκρατα
View word page
ζειρατείς
grape
ShortDef
grape
Debugging
Headword:
ζειρατείς
Headword (normalized):
ζειρατείς
Headword (normalized/stripped):
ζειρατεις
IDX:
39084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39085
Key:
Data
{'content': 'grape'}