Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ζαφόρος
ζαχρειής
ζαχρεῖος
ζαχρηής
ζάχρυσος
ζάψ
ζάω
ζε
ζέα
ζεγέριες
ζειά
ζειαί
ζείδωρος
ζειρά
ζειρατείς
ζειροφόρος
ζεκαμναία
Ζέλεια
Ζελείτης
ζέμα
ζεοποίιον
View word page
ζειά
grain, spelt, a coarse wheat
ShortDef
grain, spelt, a coarse wheat
Debugging
Headword:
ζειά
Headword (normalized):
ζειά
Headword (normalized/stripped):
ζεια
IDX:
39080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39081
Key:
Data
{'content': 'grain, spelt, a coarse wheat'}