Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζατρεφής
ζατρίκιον
ζαυκίτροφος
ζαφλεγής
ζαφόρος
ζαχρειής
ζαχρεῖος
ζαχρηής
ζάχρυσος
ζάψ
ζάω
ζε
ζέα
ζεγέριες
ζειά
ζειαί
ζείδωρος
ζειρά
ζειρατείς
ζειροφόρος
ζεκαμναία
View word page
ζάω
to live

ShortDef

to live

Debugging

Headword:
ζάω
Headword (normalized):
ζάω
Headword (normalized/stripped):
ζαω
IDX:
39076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39077
Key:

Data

{'content': 'to live'}