Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ζάπλουτος
ζαπότης
ζάπυρος
ζατρεφής
ζατρίκιον
ζαυκίτροφος
ζαφλεγής
ζαφόρος
ζαχρειής
ζαχρεῖος
ζαχρηής
ζάχρυσος
ζάψ
ζάω
ζε
ζέα
ζεγέριες
ζειά
ζειαί
ζείδωρος
ζειρά
View word page
ζαχρηής
attacking violently, furious, raging
ShortDef
attacking violently, furious, raging
Debugging
Headword:
ζαχρηής
Headword (normalized):
ζαχρηής
Headword (normalized/stripped):
ζαχρηης
IDX:
39073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39074
Key:
Data
{'content': 'attacking violently, furious, raging'}