Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ζαπίμελος
ζαπληθής
ζάπλουτος
ζαπότης
ζάπυρος
ζατρεφής
ζατρίκιον
ζαυκίτροφος
ζαφλεγής
ζαφόρος
ζαχρειής
ζαχρεῖος
ζαχρηής
ζάχρυσος
ζάψ
ζάω
ζε
ζέα
ζεγέριες
ζειά
ζειαί
View word page
ζαχρειής
violently
ShortDef
violently
Debugging
Headword:
ζαχρειής
Headword (normalized):
ζαχρειής
Headword (normalized/stripped):
ζαχρειης
IDX:
39071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39072
Key:
Data
{'content': 'violently'}