Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζαμενής
ζαμῆται
Ζάμολξις
ζαπίμελος
ζαπληθής
ζάπλουτος
ζαπότης
ζάπυρος
ζατρεφής
ζατρίκιον
ζαυκίτροφος
ζαφλεγής
ζαφόρος
ζαχρειής
ζαχρεῖος
ζαχρηής
ζάχρυσος
ζάψ
ζάω
ζε
ζέα
View word page
ζαυκίτροφος
tenderly reared

ShortDef

tenderly reared

Debugging

Headword:
ζαυκίτροφος
Headword (normalized):
ζαυκίτροφος
Headword (normalized/stripped):
ζαυκιτροφος
IDX:
39068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39069
Key:

Data

{'content': 'tenderly reared'}