Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζαλωτός
ζαμενέω
ζαμενής
ζαμῆται
Ζάμολξις
ζαπίμελος
ζαπληθής
ζάπλουτος
ζαπότης
ζάπυρος
ζατρεφής
ζατρίκιον
ζαυκίτροφος
ζαφλεγής
ζαφόρος
ζαχρειής
ζαχρεῖος
ζαχρηής
ζάχρυσος
ζάψ
ζάω
View word page
ζατρεφής
well-fed, fat, goodly

ShortDef

well-fed, fat, goodly

Debugging

Headword:
ζατρεφής
Headword (normalized):
ζατρεφής
Headword (normalized/stripped):
ζατρεφης
IDX:
39066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39067
Key:

Data

{'content': 'well-fed, fat, goodly'}