Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζάγκλον
ζάγρη
Ζάγρος
ζάδηλος
ζαελεξάμαν
ζαής
ζάθεος
ζαθερής
ζακαλλής
Ζακανθαῖος
ζακορεύω
ζάκορος
ζάκοτος
ζακρυόεις
ζακυνθίδες
Ζακύνθιος
Ζάκυνθος
ζάλα
ζαλάω
ζάλευκος
ζάλη
View word page
ζακορεύω
to be a ζάκορος

ShortDef

to be a ζάκορος

Debugging

Headword:
ζακορεύω
Headword (normalized):
ζακορεύω
Headword (normalized/stripped):
ζακορευω
IDX:
39043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39044
Key:

Data

{'content': 'to be a ζάκορος'}