Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ϝοίκω
ϝρήτα
ϝρητάομαι
ϛ
ϛʹ
ζʹ
ζάγκλον
ζάγρη
Ζάγρος
ζάδηλος
ζαελεξάμαν
ζαής
ζάθεος
ζαθερής
ζακαλλής
Ζακανθαῖος
ζακορεύω
ζάκορος
ζάκοτος
ζακρυόεις
ζακυνθίδες
View word page
ζαελεξάμαν
discoursed with

ShortDef

discoursed with

Debugging

Headword:
ζαελεξάμαν
Headword (normalized):
ζαελεξάμαν
Headword (normalized/stripped):
ζαελεξαμαν
IDX:
39037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39038
Key:

Data

{'content': 'discoursed with'}