Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἕψω
ἕωθεν
ἑωθινός
ἑώϊος
ἑωλίζω
ἑωλισμός
ἑωλοκρασία
ἕωλος
ἕωμεν
ἑῷος
ἐώρα
ἕως
ἕωσπερ
ἑωσφόρος
Ἑωσφόρος
ϝίκατι
ϝίλσις
ϝοίκω
ϝρήτα
ϝρητάομαι
ϛ
View word page
ἐώρα
a halter
ShortDef
a halter
Debugging
Headword:
ἐώρα
Headword (normalized):
ἐώρα
Headword (normalized/stripped):
εωρα
IDX:
39020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39021
Key:
Data
{'content': 'a halter'}