Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑψητικός
ἑψητός
ἑψία
ἑψιάομαι
ἑψικός
ἐψιλωμένως
ἐψιμυθισμένως
ἑψόπωλις
ἕψω
ἕωθεν
ἑωθινός
ἑώϊος
ἑωλίζω
ἑωλισμός
ἑωλοκρασία
ἕωλος
ἕωμεν
ἑῷος
ἐώρα
ἕως
ἕωσπερ
View word page
ἑωθινός
in the morning, early

ShortDef

in the morning, early

Debugging

Headword:
ἑωθινός
Headword (normalized):
ἑωθινός
Headword (normalized/stripped):
εωθινος
IDX:
39012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39013
Key:

Data

{'content': 'in the morning, early'}