Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑψητής
ἑψητικός
ἑψητός
ἑψία
ἑψιάομαι
ἑψικός
ἐψιλωμένως
ἐψιμυθισμένως
ἑψόπωλις
ἕψω
ἕωθεν
ἑωθινός
ἑώϊος
ἑωλίζω
ἑωλισμός
ἑωλοκρασία
ἕωλος
ἕωμεν
ἑῷος
ἐώρα
ἕως
View word page
ἕωθεν
from morn
ShortDef
from morn
Debugging
Headword:
ἕωθεν
Headword (normalized):
ἕωθεν
Headword (normalized/stripped):
εωθεν
IDX:
39011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39012
Key:
Data
{'content': 'from morn'}