Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἕψησις
ἑψητέον
ἑψητήρ
ἑψητής
ἑψητικός
ἑψητός
ἑψία
ἑψιάομαι
ἑψικός
ἐψιλωμένως
ἐψιμυθισμένως
ἑψόπωλις
ἕψω
ἕωθεν
ἑωθινός
ἑώϊος
ἑωλίζω
ἑωλισμός
ἑωλοκρασία
ἕωλος
ἕωμεν
View word page
ἐψιμυθισμένως
with paint
ShortDef
with paint
Debugging
Headword:
ἐψιμυθισμένως
Headword (normalized):
ἐψιμυθισμένως
Headword (normalized/stripped):
εψιμυθισμενως
IDX:
39008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39009
Key:
Data
{'content': 'with paint'}