Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑψηματώδης
ἕψησις
ἑψητέον
ἑψητήρ
ἑψητής
ἑψητικός
ἑψητός
ἑψία
ἑψιάομαι
ἑψικός
ἐψιλωμένως
ἐψιμυθισμένως
ἑψόπωλις
ἕψω
ἕωθεν
ἑωθινός
ἑώϊος
ἑωλίζω
ἑωλισμός
ἑωλοκρασία
ἕωλος
View word page
ἐψιλωμένως
in an expressionless tone

ShortDef

in an expressionless tone

Debugging

Headword:
ἐψιλωμένως
Headword (normalized):
ἐψιλωμένως
Headword (normalized/stripped):
εψιλωμενως
IDX:
39007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39008
Key:

Data

{'content': 'in an expressionless tone'}