Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑψάνδρα
ἑψανός
ἐψευσμένως
ἕψημα
ἑψηματώδης
ἕψησις
ἑψητέον
ἑψητήρ
ἑψητής
ἑψητικός
ἑψητός
ἑψία
ἑψιάομαι
ἑψικός
ἐψιλωμένως
ἐψιμυθισμένως
ἑψόπωλις
ἕψω
ἕωθεν
ἑωθινός
ἑώϊος
View word page
ἑψητός
boiled

ShortDef

boiled

Debugging

Headword:
ἑψητός
Headword (normalized):
ἑψητός
Headword (normalized/stripped):
εψητος
IDX:
39003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39004
Key:

Data

{'content': 'boiled'}