Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔχω2
ἑψαλέος
ἑψάνδρα
ἑψανός
ἐψευσμένως
ἕψημα
ἑψηματώδης
ἕψησις
ἑψητέον
ἑψητήρ
ἑψητής
ἑψητικός
ἑψητός
ἑψία
ἑψιάομαι
ἑψικός
ἐψιλωμένως
ἐψιμυθισμένως
ἑψόπωλις
ἕψω
ἕωθεν
View word page
ἑψητής
one who smelts

ShortDef

one who smelts

Debugging

Headword:
ἑψητής
Headword (normalized):
ἑψητής
Headword (normalized/stripped):
εψητης
IDX:
39001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39002
Key:

Data

{'content': 'one who smelts'}