Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγελητρόφος
ἀγελίζει
ἀγελικός
ἀγέλοιος
ἀγέμιστος
ἁγεμονεύω
ἁγεμών
ἀγενεαλόγητος
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγενησία
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγεννησία
ἀγέννητος
ἀγεννίζω
ἁγέομαι
ἀγέραστος
ἀγερμός
View word page
ἀγενής
unborn, uncreated

ShortDef

unborn, uncreated

Debugging

Headword:
ἀγενής
Headword (normalized):
ἀγενής
Headword (normalized/stripped):
αγενης
IDX:
389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-390
Key:

Data

{'content': 'unborn, uncreated'}