Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐχυρόφρων
ἐχυρόω
ἔχω
ἔχω2
ἑψαλέος
ἑψάνδρα
ἑψανός
ἐψευσμένως
ἕψημα
ἑψηματώδης
ἕψησις
ἑψητέον
ἑψητήρ
ἑψητής
ἑψητικός
ἑψητός
ἑψία
ἑψιάομαι
ἑψικός
ἐψιλωμένως
ἐψιμυθισμένως
View word page
ἕψησις
a boiling

ShortDef

a boiling

Debugging

Headword:
ἕψησις
Headword (normalized):
ἕψησις
Headword (normalized/stripped):
εψησις
IDX:
38998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38999
Key:

Data

{'content': 'a boiling'}