Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐχυρότης
ἐχυρόφρων
ἐχυρόω
ἔχω
ἔχω2
ἑψαλέος
ἑψάνδρα
ἑψανός
ἐψευσμένως
ἕψημα
ἑψηματώδης
ἕψησις
ἑψητέον
ἑψητήρ
ἑψητής
ἑψητικός
ἑψητός
ἑψία
ἑψιάομαι
ἑψικός
ἐψιλωμένως
View word page
ἑψηματώδης
like something boiled

ShortDef

like something boiled

Debugging

Headword:
ἑψηματώδης
Headword (normalized):
ἑψηματώδης
Headword (normalized/stripped):
εψηματωδης
IDX:
38997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38998
Key:

Data

{'content': 'like something boiled'}